παράφραση

παράφραση
η
ελεύθερη απόδοση κειμένου, μετάφραση κατά έννοια, όχι κατά λέξη: Στην αγορά κυκλοφορεί και παράφραση της Καινής Διαθήκης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράφραση — η / παράφρασις, άσεως, ἡ, ΝΑ [παραφράζω] 1. η έκφραση, η διατύπωση τού ίδιου πράγματος με άλλες λέξεις νεοελλ. 1. η ελεύθερη μεταγλώττιση ενός γραπτού κειμένου κατ έννοια και όχι κατά λέξη, η ελεύθερη απόδοση 2. γλωσσ. εκτενέστερη και πιο σαφής… …   Dictionary of Greek

  • παραφραστικός — ή, ό / παραφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραφραστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράφραση ή που γίνεται με παράφραση. επίρρ... παραφραστικῶς Μ με διασαφήνιση, επεξηγηματικά, με άλλες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… …   Dictionary of Greek

  • μεταφραστικός — ή, ό (Α μεταφραστικός, ή, όν) [μεταφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάφραση ή στον μεταφραστή («μεταφραστικό λάθος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταφραστικά η αμοιβή τού μεταφραστή μσν. παραφραστικός, αναφερόμενος στην παράφραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”